Το Ανεύρυσμα Θωρακικής Αορτής είναι μια τοπική διάταση του θωρακικού τμήματος αορτής, αποτέλεσμα εξασθένησης του αορτικού τοιχώματος. Η αορτή είναι το κύριο και μεγαλύτερο αιμοφόρο αγγείο-αρτηρία (~2εκ. διάμετρος) που κατευθύνει την κυκλοφορία του αίματος από την καρδιά στο υπόλοιπο σώμα. Ξεκινάει από το αριστερό τμήμα της καρδιάς και εκτείνεται προς τα πάνω (ανιούσα θωρακική αορτή), κατόπιν ακολουθεί καμπύλη πορεία (αορτικό τόξο) και στρέφεται προς τα κάτω (κατιούσα θωρακική αορτή) για να καταλήξει στην κοιλιά (κοιλιακή αορτή).
Στην πύελο η αορτή διχάζεται στην δεξιά και αριστερή λαγόνιο αρτηρία που τροφοδοτούν την κυκλοφορία προς τα πόδια. Το αορτικό ανεύρυσμα, μπορεί να αναπτυχθεί οπουδήποτε κατά μήκος της αορτής και η ονομασία του εξαρτάται από τη θέση που βρίσκεται. Έτσι, τα ανευρύσματα θωρακικής αορτής μπορεί να είναι ανευρύσματα ανιούσης θωρακικής αορτής, αορτικού τόξου ή κατιούσης θωρακικής αορτής. Στη περίπτωση που περιλαμβάνουν και την κοιλιακή αορτή, τότε πρόκειται για θωρακοκοιλιακά ανευρύσματα. Τα θωρακικά ανευρύσματα δεν είναι τόσο συχνά όσο ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής. Η ανιούσα θωρακική αορτή είναι η πιο συχνή θέση ανάπτυξης θωρακικών ανευρυσμάτων, ακολουθεί η κατιούσα θωρακική αορτή και μετά το αορτικό τόξο. Τα θωρακικά ανευρύσματα μπορεί να ποικίλουν σε μέγεθος και όσο μεγαλώνουν υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος να ραγούν. Το ανεύρυσμα θωρακικής αορτής μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε συντηρητικά με φάρμακα όταν είναι μικρό, είτε επειγόντος όταν έχει ραγεί. Πιο συχνά όμως διαγινώσκεται έγκαιρα και αν έχει φτάσει ένα ανώτατο όριο μεγέθους (5-6 εκατοστά) χειρουργείται για την πρόληψη της ρήξης. Η χειρουργική επέμβαση θα πρέπει να πραγματοποιείται μόνο αν κριθεί απόλυτα απαραίτητη, καθώς τα μικρού μεγέθους ανευρύσματα θωρακικής αορτής των οποίων ο ρυθμός ανάπτυξης είναι αργός, μπορεί να μην μεγαλώσουν ποτέ για να ραγούν. Αντιθέτως, στα μεγάλα και με ταχεία ανάπτυξη ανευρύσματα θωρακικής αορτής ο κίνδυνος ρήξης είναι αυξημένος.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι μπορεί να έχουν ένα ανεύρυσμα καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις αναπτύσσονται αργά και δεν υπάρχουν συμπτώματα. Αρκετά συχνά, το ανεύρυσμα μπορεί να διαγνωσθεί τυχαία από μια ακτινογραφία, μια αξονική (CTscan) ή μαγνητική τομογραφία (MRI), οι οποίες έγιναν λόγω κάποιου άλλου ενοχλήματος. Τα συμπτώματα ενός ανευρύσματος θωρακικής αορτής μπορεί να σχετίζονται με τη θέση, το μέγεθος και το ρυθμό διάτασης του ανευρύσματος. Καθώς το μέγεθός του αυξάνεται, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Τα συμπτώματα ενός ανευρύσματος θωρακικής αορτής μπορεί να μοιάζουν με συμπτώματα άλλων παθήσεων (πεπτικό έλκος, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, δυσκοιλιότητα, στεφανιαία στηθάγχη, κολικό του νεφρού), γι’ αυτό θα πρέπει να αξιολογούνται πάντα από Αγγειοχειρουργό. Ο οξύς, αιφνίδιος, έντονος πόνος στο στήθος ή την πλάτη σε συνδυασμό με την ύπαρξη ανευρύσματος θωρακικής αορτής είναι σημάδι άκρως απειλητικό για τη ζωή του ασθενή και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως (ρήξη ανευρύσματος αορτής).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
ΑΞΟΝΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ
Είναι η πλέον ακριβής εξέταση για τη διάγνωση ενός Ανευρύσματος Θωρακικής Αορτής με αντίτιμο όμως την χρήση ακτινοβολίας και ενδοφλέβιου σκιαγραφικού (ιωδιούχο σκιαστικό) που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα νεφρά, ειδικά σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια.
Ο Αγγειοχειρουργός θα σας προτείνει την Αξονική Αγγειογραφία ώστε συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με την ανατομία του ανευρύσματος και την σχέση του με τη καρδιά, τον εγκέφαλο και τις αρτηρίες του χεριού. Αυτές οι πληροφορίες είναι εξαιρετικά σημαντικές για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό της αντιμετώπισης του ανευρύσματος.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία του ανευρύσματος θωρακικής αορτής είναι απαραίτητη προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος επιπλοκών, κυρίως ο κίνδυνος ρήξης που μπορεί να αποβεί μοιραίος. Η θεραπεία εξαρτάται από το μέγεθος και τον ρυθμό με τον οποίο διατείνεται, τη θέση, τη μορφολογία του, τα συμπτώματα και τη φυσική κατάσταση του ασθενή. Μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά με στενή παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή, ή χειρουργικά με ενδαγγειακή (ελάχιστά επεμβατική) ή ανοιχτή αποκατάσταση. Και οι τρεις αυτές επιλογές έχουν θέση στην σύγχρονη ιατρική και ο Αγγειοχειρουργός θα σας καθοδηγήσει προς την καλύτερη επιλογή. Κατά κανόνα, τα ανευρύσματα θωρακικής αορτής διαμέτρου μεγαλύτερης από 5,5-6 εκ. θεωρούνται μεγάλα και χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης.Η επιλογή της προληπτικής, μη επείγουσας, αντιμετώπισης ποικίλει ανά ασθενή, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω παράγοντες. Σε περίπτωση ωστόσο ρήξης του ανευρύσματος, απαιτείται η επείγουσα ανοιχτή ή ενδαγγειακή αντιμετώπιση προκειμένου να σωθεί η ζωή του ασθενή.
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι μια τοπική διάταση της κοιλιακής αορτής, αποτέλεσμα εξασθένησης του αορτικού τοιχώματος. Η αορτή είναι το κύριο και μεγαλύτερο αιμοφόρο αγγείο-αρτηρία (~2εκ. διάμετρος) που κατευθύνει την κυκλοφορία του αίματος από την καρδιά στο υπόλοιπο σώμα. Ξεκινώντας από την καρδιά, διατρέχει από το στήθος (θωρακική αορτή) προς την κοιλιά (κοιλιακή αορτή) και τελικά διχάζεται στη δεξιά και αριστερή λαγόνια αρτηρία που τροφοδοτούν την κυκλοφορία προς τα πόδια.
Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, μπορεί να αναπτυχθεί οπουδήποτε κατά μήκος της κοιλιακής αορτής, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζεται κάτω από τις νεφρικές αρτηρίες (υπονεφρικό ανεύρυσμα) οι οποίες συνδέουν την αορτή με τα νεφρά. Μπορεί να ποικίλει σε μέγεθος και όσο μεγαλώνει υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος να ραγεί. Η ρήξη ανευρύσματος είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και δύναται να προκαλέσει αιμορραγία σε βαθμό απειλητικό για τη ζωή του ασθενή. Για το λόγο αυτό συνιστάται η αντιμετώπισή του προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος ρήξης.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι πάσχουν από ανεύρυσμα καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν συμπτώματα. Αρκετά συχνά, το ανεύρυσμα μπορεί να διαγνωσθεί τυχαία από μια ακτινογραφία, μια αξονική ή μαγνητική τομογραφία, οι οποίες έγιναν λόγω κάποιου άλλου ενοχλήματος. Μπορεί επίσης να διαγνωσθεί με τη φυσική εξέταση ρουτίνας από τον γιατρό σας, ως ψηλαφατή παλλόμενη μάζα στην κοιλιά. Τα ανευρύσματα κοιλιακής αορτής έχουν τη φήμη «σιωπηλών δολοφόνων», αφού τα πρώτα συμπτώματα ενδέχεται να κάνουν την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια της ρήξης. Καθώς το ανεύρυσμα μεγαλώνει σε διάμετρο μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα. Ο πόνος είναι το πιο σύνηθες σύμπτωμα και γίνεται αισθητός στην κοιλιά, στο στήθος, στη πλάτη ή στην βουβωνική χώρα. Ο πόνος μπορεί να είναι έντονος ή ήπιος και να σχετίζεται με επαπειλούμενη ρήξη του ανευρύσματος. Ο οξύς, αιφνίδιος, έντονος πόνος στη πλάτη ή και στην κοιλιά μπορεί να σηματοδοτεί τη ρήξη, η οποία είναι άκρως απειλητική για τη ζωή του ασθενή και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως.
Τα συμπτώματα ενός ανευρύσματος κοιλιακής αορτής μπορεί να μοιάζουν με συμπτώματα άλλων παθήσεων (πεπτικό έλκος, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, δυσκοιλιότητα, στεφανιαία στηθάγχη, κολικό του νεφρού), γι' αυτό θα πρέπει να αξιολογούνται πάντα από Αγγειοχειρουργό. Ένα άλλο σχετικά σπάνιο σύμπτωμα είναι η αίσθηση ψύχους και πόνου στα πόδια ή μελάνιασμα και πόνος στα δάκτυλα του ποδιού, το οποίο οφείλεται σε θρόμβους που δημιουργούνται στο διογκωμένο ανευρυσματικό τμήμα της αορτής, παρασύρονται με την ροή του αίματος και αποφράσουν την κυκλοφορία προς τα πόδια και τα δάκτυλα (εμβολισμός).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση σήμερα γίνεται με το Έγχρωμο υπερηχογράφημα κοιλιακής Αορτής, μια απλή γρήγορη, μη επεμβατική εξέταση και αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την αρχική διάγνωση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προληπτικό έλεγχο και για την παρακολούθηση μικρών ανευρυσμάτων (<5εκ)
Η Αξονική τομογραφία κοιλίας ή Αξονική Αγγειογραφία Κοιλιακής Αορτής είναι η πλέον ακριβής εξέταση για τη διάγνωση ενός ανευρύσματος κοιλιακής αορτής με αντίτιμο όμως την χρήση ακτινοβολίας και ενδοφλέβιου σκιαγραφικού (ιωδιούχο σκιαστικό) που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα νεφρά, ειδικά σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια. Ο Αγγειοχειρουργός θα σας προτείνει την αξονική τομογραφία ώστε συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με την ανατομία του ανευρύσματος και την σχέση του με τις νεφρικές ή άλλες σπλαχνικές αρτηρίες. Αυτές οι πληροφορίες είναι εξαιρετικά σημαντικές για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό της αντιμετώπισης του ανευρύσματος.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία του ανευρύσματος κοιλιακής αορτής είναι απαραίτητη ώστε να περιορίσει τον κίνδυνο επιπλοκών, κυρίως τον κίνδυνο ρήξης που μπορεί να αποβεί μοιραίος. Η θεραπεία εξαρτάται από το μέγεθος και τον ρυθμό με τον οποίο διατείνεται, τη θέση, τη μορφολογία του, τα συμπτώματα και τη φυσική κατάσταση του ασθενή. Μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά με στενή παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή, ή χειρουργικά με ενδαγγειακή (ελάχιστά επεμβατική) ή ανοιχτή αποκατάσταση. Και οι τρεις αυτές επιλογές έχουν θέση στην σύγχρονη ιατρική και ο Αγγειοχειρουργός θα σας καθοδηγήσει προς την καλύτερη επιλογή. Κατά κανόνα, τα ανευρύσματα κοιλιακής αορτής διαμέτρου μεγαλύτερης από 5εκ. θεωρούνται μεγάλα και χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης. Τα κριτήρια της προφυλακτικής, μη επείγουσας, αντιμετώπισης και το είδος της αντιμετώπισης μπορεί να ποικίλουν ανά ασθενή, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παραπάνω παράγοντες. Σε περίπτωση ωστόσο ρήξης του ανευρύσματος, απαιτείται η επείγουσα ανοιχτή ή ενδαγγειακή αντιμετώπιση προκειμένου να σωθεί η ζωή του ασθενή.
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Ο διαχωρισμός της αορτής είναι μια επείγουσα κατάσταση όπου ο ασθενής θα πρέπει να μεταφερθεί άμεσα σε εξειδικευμένο αορτικό κέντρο. Ο διαχωρισμός αορτής συμβαίνει όταν παρουσιάζεται ρήξη στο εσωτερικό στρώμα της αορτής. Δηλαδή η αορτή, η οποία και αποτελεί το μεγαλύτερο αγγείο του σώματος, σχίζεται σε ένα ή περισσότερα σημεία με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί αιμορραγία, η οποία οδηγεί στην αποκόλληση (διαχωρισμό) του έσω και μέσου χιτώνα (στρώματος) της αορτής.
Ο διαχωρισμός αορτής είναι σχετικά σπάνιος. Εμφανίζεται συνήθως σε άνδρες ηλικίας 60 και 70 ετών. Τα συμπτώματα του διαχωρισμού της αορτής αρκετές φορές μπορεί να μοιάζουν με εκείνα άλλων ασθενειών, οδηγώντας συχνά σε καθυστερήσεις στη διάγνωση. Ωστόσο, όταν ο διαχωρισμός αορτής ανιχνεύεται εγκαίρως και αντιμετωπιστεί άμεσα, τα ποσοστά επιβίωσης του ασθενούς αυξάνονται σημαντικά.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Κύριο κριτήριο για το είδος της θεραπείας αποτελεί ο τύπος του διαχωρισμού. Οι διαχωρισμοί τύπου Α (δηλ. διαχωρισμοί που περιλαμβάνουν το αορτικό τόξο) θεωρούνται επείγουσες καταστάσεις και επιβάλουν άμεση καρδιοχειρουργική παρέμβαση. Οι διαχωρισμοί τύπου Β (δηλ. διαχωρισμοί που ξεκινούν μετά το αορτικό τόξο) θεωρούνται επείγουσες καταστάσεις και αρχικά παραπέμπονται σε οργανωμένα αγγειοχειρουργικά κέντρα με πρόσβαση σε καρδιοχειρουργική κλινική.
Η απόφαση άμεσης ή μη παρέμβασης σε ένα διαχωρισμό τύπου Β εξαρτάται από τα συμπτώματα του ασθενούς καθώς και κάποια απεικονιστικά κριτήρια στα πλαίσια της αξονικής αγγειογραφίας. Επί εμμένουσας αρτηριακής υπέρτασης, ισχαιμίας ή ρήξης, ο ασθενής χρήζει άμεσης αντιμετώπισης η οποία είναι ελάχιστα επεμβατική λόγω των σύγχρονων ενδαγγειακών μεθόδων. Σε περίπτωση απουσίας συμπτωμάτων που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς ακολουθείται ένα πρωτόκολλο παρακολούθησης στην εντατική και επαναληπτικής απεικόνισης της αορτής, το οποίο είναι κοινό στα περισσότερα αορτικά κέντρα παγκοσμίως. Σε δεύτερο χρόνο (τουλάχιστον 14 μέρες) αποφασίζεται αν θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ενδαγγειακή παρέμβαση ή όχι.
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η Καρωτιδική νόσος (ή νόσος των καρωτίδων) είναι η στένωση ή η απόφραξη των καρωτίδων αρτηριών και συνήθως οφείλεται στην αθηροσκλήρωση (σκλήρυνση των αρτηριών). Οι καρωτίδες αρτηρίεςείναι δυο μεγάλα αιμοφόρα αγγεία, ένα σε κάθε πλευρά του τραχήλου, που τροφοδοτούν μαζί με τις μικρότερες σε διάμετρο σπονδυλικές αρτηρίες τον εγκέφαλο.
ΑΙΤΙΑ
Όπως και στις υπόλοιπες αρτηρίες του οργανισμού, η καρωτιδική νόσος σχετίζεται με την επίδραση παραγόντων κινδύνου όπως το κάπνισμα, ο διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία και η υπέρταση, όπου δημιουργούν στο εσωτερικό τους αθηρωματικές πλάκες, οι οποίες προκαλούν στένωση του αυλού και διαταράσσουν τη ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο. Το πιο επικίνδυνο ωστόσο είναι ότι όσο μεγαλώνει αυτή η πλάκα, αυξάνεται η πιθανότητα να δημιουργηθεί πάνω της κάποιος θρόμβος ή να αποσπασθεί ένα κομμάτι της, το oποίο παρασυρόμενο από τη ροή του αίματος μπορεί να “σφηνωθεί” σε μία εγκεφαλική αρτηρία και να προκληθεί το λεγόμενο ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Η καρωτιδική νόσος μπορεί να εξελίσσεται επί σειρά ετών χωρίς συμπτώματα (ασυμπτωματική), τουλάχιστον στα αρχικά της στάδια.Το πρώτο σύμπτωμα μπορεί να είναι ένα προειδοποιητικό παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο (ελαφρύ εγκεφαλικό – προσωρινή εγκεφαλική βλάβη) ή ένα εγκατεστημένο εγκεφαλικό επεισόδιο. Τόσο το παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο όσο και το μόνιμο εγκεφαλικό μπορούν να εκδηλωθούν με παρόμοια συμπτώματα. Κάποια από τα συμπτώματα της καρωτιδικής νόσου είναι:
Γενικά, σε περίπτωση εγκεφαλικού επεισοδίου, μια εγκεφαλική βλάβη μπορεί να αναστραφεί αν η αιματική ροή προς τον εγκέφαλο αποκατασταθεί εντός 6 ωρών.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Η διάγνωση της καρωτιδικής νόσου στηρίζεται στο
1. Έγχρωμο Υπερηχογράφημα καρωτίδων (triplex) η οποία είναι μια απλή γρήγορη, μη επεμβατική εξέταση και αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την αρχική διάγνωση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προληπτικό έλεγχο και για την παρακολούθηση καρωτιδικής νόσου.
2. Η Αξονική Τομογραφία - Αγγειογραφία (CTA) είναι η πλέον ακριβής εξέταση για τη διάγνωση καρωτιδικής νόσου. Παρέχει υψηλής ανάλυσης 3D εικόνες των καρωτιδικών αρτηριών και περισσότερες πληροφορίες τόσο για τα ενδοκρανιακά τους τμήματα όσο και για τον εγκέφαλο, προκειμένου να συλλέξει ο Αγγειοχειρουργός ανατομικές πληροφορίες για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό αντιμετώπισης της καρωτιδικής νόσου (καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή ή αγγειοπλαστική καρωτίδος με τοποθέτηση ενδονάρθηκα (stent)).
3. Η Μαγνητική Τομογραφία - Αγγειογραφία (MRA) έχει παρόμοια διαγνωστική ακρίβεια με την αξονική τομογραφία, δεν απαιτείται η χρήση ακτινοβολίας και στην περίπτωση που κριθεί σκόπιμη η χορήγηση ενδοφλέβιου σκιαγραφικου (γαδολίνιο), είναι λιγότερο επιβλαβές για τα νεφρά. Η Μαγνητική Τομογραφία έχει τη δυνατότητα να εντοπίσει ακόμη και πολύ μικρά εγκεφαλικά. Τα μειονεκτήματα αυτής της εξέτασης έγκεινται στο ότι είναι χρονοβόρα, δαπανηρή και αντενδείκνυται σε κλειστοφοβικούς ασθενείς ή ασθενείς με μεταλλικές προθέσεις ή μοσχεύματα.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία της καρωτιδικής νόσου είναι απαραίτητη ώστε να περιορίσει τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου. Η θεραπεία εξαρτάται από τα συμπτώματα, το βαθμό στένωσης της καρωτίδος, τα χαρακτηριστικά της καρωτιδικής πλάκας και τη φυσική κατάσταση του ασθενή. Μπορεί να αντιμετωπιστεί με κάποιες αλλαγές του τρόπο ζωής σε συνδυσμό με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ή χειρουργικά είτε με ανοιχτή αποκατάσταση (καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή) είτε με ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή αποκατάσταση (αγγειοπλαστική με τοποθέτηση ενδονάρθηκα/stent).
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Περιφερική αρτηριοπάθεια ή περιφερική αρτηριακή νόσος ονομάζεται η απόφραξη των αρτηριών που τροφοδοτούν με αίμα σημεία του σώματος όπως είναι τα πόδια, τα χέρια, η κοιλιακή αορτή, οι λαγόνιες, οι μηριαίες, η ιγνυακή και οι κνημιαίες αρτηρίες.
ΑΙΤΙΑ
Οι αρτηρίες είναι τα αγγεία τα οποία παραλαμβάνουν το καθαρό, οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά και το διανέμουν στους ιστούς σε όλο το σώμα. Για να εξασφαλιστεί αυτή η αιματική ροή, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ακεραιότητα του τοιχώματος των αρτηριών. Η επίδραση ωστόσο στο εσωτερικό του τοιχώματος παραγόντων όπως το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία, η υπέρταση αλλά και η φθορά λόγω ηλικίας, έχει ως συνέπεια την εναπόθεση υλικών όπως λιπίδια, ασβέστιο, ινώδης ιστός με αποτέλεσμα τη δημιουργία της αθηρωματικής πλάκας, η οποία διαταράσσει τη ροή του αίματος. Πέραν της αθηροσκλήρωσης, αλλές παθήσεις που προκαλούν ή σχετίζονται με την περιφερική αρτηριακή νόσου είναι η νόσος Buerger και η νόσος ή το φαινόμενο Raynaud.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Μερικοί άνθρωποι μπορεί να πάσχουν από ήπια ή προχωρημένη μορφή περιφερικής αρτηριακής νόσου και να μην έχουν κανένα σύμπτωμα είτε επειδή έχουν χάσει την αίσθηση του πόνου (π.χ. διαβητικοί με περιφερική νευροπάθεια), είτε επειδή η νόσος εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς δίνοντας χρόνο στο σώμα να δημιουργήσει παράπλευρη κυκλοφορία. Κάποιοι άλλοι, μπορεί να μην εμφανίζουν συμπτώματα περιφερικής αρτηριακής νόσου επειδή δεν περπατούν αρκετά, οπότε δεν απαιτείται υψηλή παροχή αίματος στο σκέλος. Ένα από τα πρώτα συμπτώματα της περιφερικής αρτηριακής νόσου είναι η αίσθηση σφιξίματος, πόνου ή κράμπας στη γάμπα, το μηρό ή το γλουτό όταν διανύσετε μια συγκεκριμένη απόσταση. Ο πόνος υποχωρεί όταν σταματάτε το βάδισμα και επανέρχεται μόλις ξανα ξεκινήσετε και διανύσετε παρόμοια απόσταση. Με την επιδείνωση της νόσου ο πόνος εμφανίζεται ακόμη και μετά τη διάνυση μικρότερων αποστάσεων. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται διαλείπουσα χωλότητα. Αν η πάθηση δεν διαγνωσθεί εγκαίρως, η απόσταση βάδισης συνεχώς μειώνεται και τελικά ο πόνος είναι μόνιμος, ακόμα και στην ανάπαυση. Στο στάδιο αυτό η ισχαιμία του άκρου είναι πλέον σε κρίσιμο σημείο (κρίσιμη ισχαιμία) και χωρίς θεραπευτική παρέμβαση οδηγεί σε ισχαιμικές αλλοιώσεις, δηλαδή γάγγραινα, με επακόλουθο ακρωτηριασμό.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Διαγνωστικές εξετάσεις για την περιφερική αρτηριακή νόσο είναι
1. Υπερηχογράφημα Doppler: είναι μια μη επεμβατική εξέταση που μπορεί να εκτιμήσει τη ροή του αίματος στις αρτηρίες των ποδιών.
2. Σφυροβραχιόνιος δείκτης (ΣΒΔ – Διεθνής όρος ΑΒΙ=Ankle Brachial Index): μετριέται με τη χρήση ενός κοινού πιεσόμετρου και μιας συσκευής υπερήχων Doppler. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διαγνωστικό έλεγχο ή παρακολούθηση της ήδη υπάρχουσας περιφερικής αρτηριακής νόσου.
3. Καταγραφή όγκου παλμού (Διεθνής όρος PVR=Pulse Volume Recording): η καταγραφή όγκου παλμού σε συνδυασμό με τον ΣΒΔ, χρησιμοποιείται επίσης για την εκτίμηση της ροής του αίματος στα άκρα. Πρόκειται για μια εξέταση απλή, γρήγορη, μη επεμβατική και απόλυτα ακριβή στη διάγνωση της περιφερικής αρτηριακής νόσου και στην αξιολόγηση της σοβαρότητός της.
4. Υπερηχογράφημα Duplex ή Triplex: είναι μια απλή, γρήγορη, μη επεμβατική εξέταση που παρέχει εικόνες των αρτηριών των ποδιών και εντοπίζει τη θέση που βρίσκεται μια απόφραξη λόγω θρόμβου στο αίμα ή λόγω της αθηρωματικής πλάκας.
5. Αξονική Τομογραφία - Αγγειογραφία (CTA): Είναι η πλέον ακριβής εξέταση για τη διάγνωση της περιφερικής αρτηριακής νόσου. Παρέχει υψηλής ανάλυσης 3D εικόνες των αρτηριών των ποδιών και των στενώσεων τους, με αντίτιμο όμως τη χρήση ακτινοβολίας και ενδοφλέβιου σκιαγραφικού (ιωδιούχο σκιαστικό) που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα νεφρά, ειδικά σε ασθενείς με προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια. Η Αξονική Τομογραφία, δεν χρησιμοποιείται τακτικά, παρά μόνο εαν πρόκειται να προγραμματιστεί επέμβαση.
6. Μαγνητική Τομογραφία - Αγγειογραφία (MRA): Έχει παρόμοια διαγνωστική ακρίβεια με την αξονική τομογραφία, δεν απαιτείται η χρήση ακτινοβολίας και στην περίπτωση που κριθεί σκόπιμη η χορήγηση ενδοφλέβιου σκιαγραφικου (γαδολίνιο), είναι λιγότερο επιβλαβές για τα νεφρά. Τα μειονεκτήματα αυτής της εξέτασης έγκεινται στο ότι είναι χρονοβόρα, δαπανηρή και αντενδείκνυται σε κλειστοφοβικούς ασθενείς ή ασθενείς με μεταλλικές προθέσεις ή μοσχεύματα.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η θεραπεία της περιφερικής αρτηριακής νόσου εξαρτάται από τα συμπτώματα και τη φυσική κατάσταση του ασθενή. Μπορεί να αντιμετωπιστεί με κάποιες αλλαγές του τρόπο ζωής σε συνδυσμό με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ή χειρουργικά είτε με ανοιχτή αποκατάσταση (bypass) είτε με ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή αποκατάσταση (αγγειοπλαστική με μπαλόνι ή/και τοποθέτηση ενδονάρθηκα).
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ