Η αντιμετώπιση ενός ανευρύσματος εξαρτάται από το μέγεθος και τον ρυθμό αύξησής του. Σε μικρά ανευρύσματα που δεν ξεπερνούν τα 5,5 cm και δεν παρουσιάζουν ταχεία αύξηση, η συντηρητική παρακολούθηση με τακτικά υπερηχογραφήματα ή αξονικές τομογραφίες είναι η ενδεδειγμένη προσέγγιση. Ωστόσο, όταν το ανεύρυσμα είναι μεγαλύτερο ή υπάρχει κίνδυνος ρήξης, απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση
Όχι. Η αντιμετώπιση μπορεί να γίνει είτε με ανοιχτή χειρουργική επέμβαση είτε με ενδαγγειακή αποκατάσταση (EVAR). Η ενδαγγειακή μέθοδος είναι λιγότερο επεμβατική και συχνά προτιμάται σε ασθενείς με αυξημένο χειρουργικό κίνδυνο. Η επιλογή της μεθόδου εξαρτάται από τη γενική κατάσταση του ασθενούς και την ανατομία του ανευρύσματος.
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση (EVAR) διαρκεί συνήθως 1,5 έως 3 ώρες, ανάλογα με την πολυπλοκότητα της περίπτωσης. Είναι ταχύτερη σε σχέση με την ανοιχτή χειρουργική επέμβαση, η οποία μπορεί να διαρκέσει 3 έως 4 ώρες ή και περισσότερο.
Προεγχειρητικός έλεγχος με αιματολογικές εξετάσεις, καρδιολογικό έλεγχο και αξονική αγγειογραφία για τον ακριβή σχεδιασμό της επέμβασης.
Διακοπή φαρμάκων όπως τα αντιπηκτικά, κατόπιν συνεννόησης με τον γιατρό.
Νηστεία (συνήθως 6-8 ώρες πριν την επέμβαση).
Καλή ενυδάτωση και γενικές οδηγίες για τη διαχείριση χρόνιων νοσημάτων (υπέρταση, διαβήτης κ.λπ.).
Όπως κάθε χειρουργική πράξη, η επέμβαση ενέχει κινδύνους, οι οποίοι όμως έχουν μειωθεί σημαντικά με τις σύγχρονες τεχνικές. Οι συχνότερες επιπλοκές περιλαμβάνουν αιμορραγία, λοίμωξη, ήπαρ-νεφρική δυσλειτουργία ή διαρροή γύρω από το μόσχευμα (ενδοδιαφυγή). Το ρίσκο εξαρτάται από τη γενική κατάσταση του ασθενούς και την εμπειρία της ιατρικής ομάδας.
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί με τοπική ή επισκληρίδιο αναισθησία, ενώ η ανοιχτή χειρουργική απαιτεί γενική αναισθησία. Η επιλογή εξαρτάται από τη μέθοδο που θα χρησιμοποιηθεί και τη συνολική υγεία του ασθενούς.
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση (EVAR) διαρκεί 1,5 έως 3 ώρες, ενώ η ανοιχτή χειρουργική επέμβαση μπορεί να διαρκέσει 3 έως 4 ώρες ή και περισσότερο, ανάλογα με την πολυπλοκότητα.
Κατά τη διάρκεια της ενδαγγειακής αποκατάστασης, ο πόνος είναι ελάχιστος λόγω τοπικής αναισθησίας. Μετά την επέμβαση, οι περισσότεροι ασθενείς νιώθουν ήπιο πόνο ή δυσφορία που ελέγχεται με απλά αναλγητικά. Στην ανοιχτή χειρουργική, ο μετεγχειρητικός πόνος είναι πιο έντονος, αλλά αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή.
Το ανεύρυσμα θωρακικής αορτής είναι η διεύρυνση ή παθολογική διάταση της αορτής στο θωρακικό τμήμα της. Εάν δεν αντιμετωπιστεί, υπάρχει κίνδυνος ρήξης, που μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.
Στα αρχικά στάδια, τα ανευρύσματα μπορεί να είναι ασυμπτωματικά. Όταν όμως υπάρχουν συμπτώματα, αυτά περιλαμβάνουν:
Τα μικρά ανευρύσματα θωρακικής αορτής παρακολουθούνται τακτικά με απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική ή μαγνητική τομογραφία) και συντηρητική αγωγή για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης. Όταν το μέγεθος ξεπερνά τα 5,5-6 cm ή αν υπάρχει ταχεία αύξηση, προτείνεται χειρουργική αποκατάσταση.
Η αποκατάσταση μπορεί να γίνει με:
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση (TEVAR) διαρκεί περίπου 2-3 ώρες. Η ανοιχτή χειρουργική μπορεί να διαρκέσει 4-6 ώρες, ανάλογα με την πολυπλοκότητα της περίπτωσης.
Όπως κάθε σοβαρή χειρουργική πράξη, υπάρχουν κίνδυνοι, όπως αιμορραγία, εγκεφαλικό επεισόδιο, λοίμωξη ή βλάβη στους νεφρούς ή το νωτιαίο μυελό. Οι κίνδυνοι μειώνονται σημαντικά όταν η επέμβαση γίνεται από εξειδικευμένη ομάδα και εφόσον ο ασθενής είναι καλά προετοιμασμένος.
Η ενδαγγειακή αποκατάσταση γίνεται συνήθως με γενική ή επισκληρίδιο αναισθησία. Η ανοιχτή χειρουργική επέμβαση απαιτεί πάντα γενική αναισθησία.
Μετά την ενδαγγειακή αποκατάσταση, η ανάρρωση είναι ταχύτερη και ο ασθενής επιστρέφει στις καθημερινές του δραστηριότητες σε 1-2 εβδομάδες. Η ανοιχτή χειρουργική απαιτεί μεγαλύτερο διάστημα ανάρρωσης, που μπορεί να διαρκέσει 6-8 εβδομάδες ή περισσότερο.
Ο διαχωρισμός της αορτής είναι μια σοβαρή κατάσταση, κατά την οποία το εσωτερικό τοίχωμα της αορτής σκίζεται, επιτρέποντας στο αίμα να περάσει μεταξύ των στρωμάτων του τοιχώματος, δημιουργώντας έναν ψευδή αυλό. Είναι επείγουσα κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη της αορτής.
Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν:
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τον τύπο του διαχωρισμού
Τύπος Α (ανιούσα αορτή): Χρειάζεται επείγουσα ανοιχτή χειρουργική αποκατάσταση από καρδιοχειρουργό
Τύπος Β (κατιούσα αορτή): Μπορεί να αντιμετωπιστεί συντηρητικά ή ενδαγγειακά με TEVAR, ανάλογα με τη σταθερότητα του ασθενούς και την ύπαρξη επιπλοκών
Η επέμβαση για τον διαχωρισμό της ανιούσας αορτής είναι υψηλού κινδύνου αλλά σωτήρια. Οι επιπλοκές μπορεί να περιλαμβάνουν αιμορραγία, βλάβη σε ζωτικά όργανα ή υποτροπή του διαχωρισμού. Όμως, χωρίς θεραπεία, ο διαχωρισμός είναι συχνά θανατηφόρος
Η επέμβαση για τον διαχωρισμό της ανιούσας αορτής γίνεται υπό γενική αναισθησία.
Η ανάρρωση εξαρτάται από τη σοβαρότητα της κατάστασης και το είδος της θεραπείας. Μετά από ενδαγγειακή αποκατάσταση, απαιτούνται 1-2 εβδομάδες, ενώ μετά από ανοιχτή χειρουργική μπορεί να χρειαστούν αρκετοί μήνες για πλήρη αποκατάσταση.
Η αγγειοπλαστική ή χειρουργική επέμβαση στη περιφερική αρτηριακή νόσο (ΠΑΝ) απαιτείται όταν:
Η επιλογή μεταξύ αγγειοπλαστικής (με τοποθέτηση stent) και ανοιχτής χειρουργικής επέμβασης (bypass) εξαρτάται από την έκταση της βλάβης, την ανατομία των αγγείων και τη γενική κατάσταση του ασθενούς.
Τα άτομα με τους παρακάτω παράγοντες κινδύνου έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν αρτηριακές παθήσεις:
Η έγκαιρη διάγνωση και διαχείριση των παραγόντων κινδύνου μπορεί να μειώσει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης ή επιδείνωσης των αρτηριακών παθήσεων.
Οι βασικές θεραπείες περιλαμβάνουν:
Η πρόληψη περιλαμβάνει:
Τα σημάδια περιλαμβάνουν:
Οι φυσικές θεραπείες μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη, αλλά δεν υποκαθιστούν την ιατρική θεραπεία. Μερικές προτάσεις:
Το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ) προκαλείται από απόφραξη ή ρήξη αρτηρίας στον εγκέφαλο. Η στένωση καρωτίδων αυξάνει τον κίνδυνο ΑΕΕ, καθώς περιορίζει τη ροή του αίματος προς τον εγκέφαλο. Η διάγνωση γίνεται με υπερηχογράφημα triplex και, αν η στένωση είναι σοβαρή (πάνω από 70%), συνιστάται χειρουργική επέμβαση ή ενδαγγειακή αποκατάσταση.
Η καρωτιδική νόσος είναι μια μορφή αθηροσκλήρωσης, που αφορά τις καρωτιδικές αρτηρίες (τις βασικές αρτηρίες που τροφοδοτούν τον εγκέφαλο με αίμα). Η αθηροσκλήρωση είναι μια γενική πάθηση, κατά την οποία σχηματίζονται αθηρωματικές πλάκες στο τοίχωμα των αρτηριών σε διάφορα σημεία του σώματος, ενώ η καρωτιδική νόσος περιορίζεται στις καρωτίδες
Οι βασικές θεραπείες περιλαμβάνουν:
Τα πρώτα σημάδια περιλαμβάνουν:
Ναι, συχνά η στένωση καρωτίδας είναι ασυμπτωματική και διαγιγνώσκεται τυχαία κατά τη διάρκεια ελέγχου. Ωστόσο, ακόμα και αν δεν υπάρχουν συμπτώματα, παραμένει επικίνδυνη, καθώς μπορεί να προκαλέσει αιφνίδιο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αν δεν αντιμετωπιστεί, η καρωτιδική στένωση μπορεί να οδηγήσει σε:
Το triplex καρωτίδων συνιστάται:
Αν η στένωση είναι ήπια (κάτω από 50%), συνιστάται έλεγχος κάθε 6-12 μήνες, ανάλογα με την ταχύτητα εξέλιξής της και την παρουσία παραγόντων κινδύνου.
Η ενδαρτηρεκτομή καρωτίδας είναι γενικά ασφαλής, αλλά ενέχει κινδύνους όπως:
Το stent καρωτίδας έχει παρόμοιο κίνδυνο επιπλοκών με την ενδαρτηρεκτομή, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. ασθενείς υψηλού κινδύνου για χειρουργείο) προτιμάται το stent. Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν εγκεφαλικό επεισόδιο, αιμορραγία ή επαναστένωση του αγγείου.
Ναι, υπάρχει πιθανότητα επαναστένωσης σε ένα μικρό ποσοστό ασθενών, ιδιαίτερα αν οι παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, υπέρταση, υψηλή χοληστερόλη) δεν ελέγχονται.
Μετά από ενδαρτηρεκτομή καρωτίδας, η νοσηλεία διαρκεί 1-2 ημέρες. Η πλήρης ανάρρωση διαρκεί περίπου 2-3 εβδομάδες. Μετά από τοποθέτηση stent, η ανάρρωση είναι ταχύτερη, περίπου 1 εβδομάδα.
Ναι, μπορείτε να επιστρέψετε στις καθημερινές δραστηριότητες μόλις το επιτρέψει ο γιατρός σας. Η έντονη σωματική άσκηση και η οδήγηση συνήθως αποφεύγονται για 1-2 εβδομάδες.
Για να μειώσετε τον κίνδυνο επανεμφάνισης:
Οι κιρσοί είναι διογκωμένες, ελικοειδείς φλέβες που εμφανίζονται κυρίως στα κάτω άκρα. Προκαλούνται όταν οι βαλβίδες των φλεβών δεν λειτουργούν σωστά, με αποτέλεσμα το αίμα να λιμνάζει.
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τη σοβαρότητα:
Η πρόληψη περιλαμβάνει:
Ναι, οι ελαστικές κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης βοηθούν στη βελτίωση της φλεβικής επιστροφής και στη μείωση των συμπτωμάτων, όπως πρήξιμο, πόνος και αίσθημα βάρους στα πόδια. Χρησιμοποιούνται τόσο για πρόληψη όσο και για υποστηρικτική θεραπεία πριν ή μετά από επεμβάσεις. Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές σε άτομα που παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα όρθια ή καθιστά
Ναι, αν δεν αντιμετωπιστούν, οι κιρσοί μπορεί να προκαλέσουν:
Η φλεβική θρόμβωση είναι η δημιουργία θρόμβου (πήγματος αίματος) μέσα σε μια φλέβα, που εμποδίζει τη φυσιολογική ροή του αίματος.
Βαθιά φλεβική θρόμβωση (DVT) εμφανίζεται συνήθως στις φλέβες των κάτω άκρων και μπορεί να οδηγήσει σε πνευμονική εμβολή, εάν ο θρόμβος μετακινηθεί προς τους πνεύμονες, κάτι που μπορεί να αποβεί θανατηφόρο.
Επιπολής θρομβοφλεβίτιδα είναι πιο ήπια και αφορά τις επιφανειακές φλέβες, με μικρότερο κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών.
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι απαραίτητες για την πρόληψη επιπλοκών.
Τα κύρια σημάδια της βαθιάς φλεβικής θρόμβωσης (DVT) περιλαμβάνουν:
Όχι πάντα. Η αντιπηκτική αγωγή είναι απαραίτητη στις περισσότερες περιπτώσεις βαθιάς φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής για να αποτραπεί η επέκταση του θρόμβου και η δημιουργία νέων θρόμβων.
Σε περιπτώσεις επιπολής θρόμβωσης, συνήθως δεν απαιτείται συστηματική αντιπηκτική αγωγή, αλλά μόνο τοπική θεραπεία και παρακολούθηση.
Η διάρκεια της αγωγής εξαρτάται από την αιτία, το μέγεθος του θρόμβου και την παρουσία παραγόντων κινδύνου.
Ναι, υπάρχει πιθανότητα υποτροπής, ιδιαίτερα εάν οι παράγοντες κινδύνου (όπως η ακινησία, οι θρομβοφιλίες ή οι καρκινικές παθήσεις) δεν ελέγχονται. Ορισμένοι ασθενείς χρειάζονται μακροχρόνια αντιπηκτική θεραπεία για πρόληψη.
Οι βασικοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν: